Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄσκοπος
ἄσκοπος
ἀσκοπυτίνη
ἀσκορδίνητος
ἀσκός
ἀσκότονοι
ἀσκοφορέω
ἄσκρα
ἀσκύλευτος
ἄσκυλτος
ἀσκυροειδές
ἄσκυρον
ἄσκυφος
ἀσκωληκόβρωτος
Ἀσκώλια
ἀσκωλιάζω
ἀσκωλιασμός
ἀσκωλίζω
ἄσκωμα
ἄσμα
ᾆσμα
View word page
ἀσκυροειδές
ἀσκυροειδές, τό, = sq., Ps.- Dsc. 3.155 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀσκυροειδές
Headword (normalized):
ἀσκυροειδές
Headword (normalized/stripped):
ασκυροειδες
IDX:
16307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16308
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀσκυροειδές</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = sq., Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.155 </span>.</div><br><br>'}