Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀσκόλαχα
ἀσκόπευτος
ἀσκοπήρα
ἄσκοπος
ἄσκοπος
ἀσκοπυτίνη
ἀσκορδίνητος
ἀσκός
ἀσκότονοι
ἀσκοφορέω
ἄσκρα
ἀσκύλευτος
ἄσκυλτος
ἀσκυροειδές
ἄσκυρον
ἄσκυφος
ἀσκωληκόβρωτος
Ἀσκώλια
ἀσκωλιάζω
ἀσκωλιασμός
ἀσκωλίζω
View word page
ἄσκρα
ἄσκρα·
δρῦς ἄκαρπος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἄσκρα
Headword (normalized):
ἄσκρα
Headword (normalized/stripped):
ασκρα
IDX:
16304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16305
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄσκρα·</span> <span class="foreign greek">δρῦς ἄκαρπος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}