Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀειλογία
ἄειλος
ἀείμαργος
ἀειμεριστός
ἀειμετάβλητος
ἀειμεταβόλος
ἀειμνημόνευτος
ἀειμνήμων
ἀείμνηστος
ἀειναής
ἀείναος
ἀειναῦται
ἀεινεφεῖς
ἀείνως
ἀειπαθής
ἀειπάθεια
ἀειπαλής
ἀειπάρθενος
ἀείπλανος
ἄειρον
ἀείροος
View word page
ἀείναος
ἀεί-ναος, ον,
A). = ἀέναος , q.v.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀείναος
Headword (normalized):
ἀείναος
Headword (normalized/stripped):
αειναος
IDX:
1628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1629
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀεί-ναος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀέναος</span> , q.v.</div> </div><br><br>'}