Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀσκαρδαμύκτης
ἀσκαρδαμυκτί
ἀσκαρδάμυκτος
ἀσκαρής
ἀσκαριδώδης
ἀσκαρίζω
ἀσκαρίς
ἀσκάριστος
ἄσκαρος
ἀσκαροφόρον
ἄσκαστος
ἀσκαύλης
ἄσκαφος
ἀσκέδαστος
ἀσκεθής
ἀσκεία
ἀσκελής
ἀσκελόν
ἀσκελοποιός
ἀσκέπαρνος
ἀσκέπαστος
View word page
ἄσκαστος
ἄσκαστος,
A). v. ἄσχαστος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄσκαστος
Headword (normalized):
ἄσκαστος
Headword (normalized/stripped):
ασκαστος
IDX:
16247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16248
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄσκαστος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἄσχαστος.</span> </div> </div><br><br>'}