Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀσκάλαφος
ἀσκάλευτος
ἀσκαληρής
ἀσκάληρον
ἀσκαλίζω
ἀσκάλιστος
ἄσκαλος
ἀσκαλώνιον
ἀσκαλώπας
ἀσκαμωνία
ἀσκανδάλιστος
ἀσκανδής
ἀσκάντης
ἀσκαρδαμυκτέω
ἀσκαρδαμύκτης
ἀσκαρδαμυκτί
ἀσκαρδάμυκτος
ἀσκαρής
ἀσκαριδώδης
ἀσκαρίζω
ἀσκαρίς
View word page
ἀσκανδάλιστος
ἀσκανδάλιστος
[δᾰ]
,
A).
gloss on
ἀπρόσκοπος
and
ἀπρόσπταιστος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀσκανδάλιστος
Headword (normalized):
ἀσκανδάλιστος
Headword (normalized/stripped):
ασκανδαλιστος
IDX:
16233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16234
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀσκανδάλιστος</span> <span class="pron greek">[δᾰ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἀπρόσκοπος</span> and <span class="foreign greek">ἀπρόσπταιστος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}