Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀσθμάζω
ἀσθμαίνω
ἀσθμάομαι
ἀσθματίας
ἀσθματικός
ἀσθματώδης
ἄσθμησις
Ἀσία
Ἀσιαγενής
ἀσίαρος
ἀσίδαρος
Ἀσιάρχης
Ἀσιαρχία
Ἀσίαρχος
Ἀσιατογενής
ἀσιγησία
ἀσίγητος
ἄσιγμος
ἀσίδα
ἀσίδηρος
Ἀσιῆτις
View word page
ἀσίδαρος
ἀσίδαρος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀσίδαρος
Headword (normalized):
ἀσίδαρος
Headword (normalized/stripped):
ασιδαρος
IDX:
16191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16192
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀσίδαρος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}