Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀσθενής
ἀσθενικός
ἀσθενοποιέω
ἀσθενοποιός
ἀσθενόρριζος
ἀσθενόφθαλμον
ἀσθενόψυχος
ἀσθενόω
ἀσθένωσις
ἄσθμα
ἀσθμάζω
ἀσθμαίνω
ἀσθμάομαι
ἀσθματίας
ἀσθματικός
ἀσθματώδης
ἄσθμησις
Ἀσία
Ἀσιαγενής
ἀσίαρος
ἀσίδαρος
View word page
ἀσθμάζω
ἀσθμ-άζω· ἀσθμαίνω, AB 451 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀσθμάζω
Headword (normalized):
ἀσθμάζω
Headword (normalized/stripped):
ασθμαζω
IDX:
16181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16182
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀσθμ-άζω·</span> <span class="foreign greek">ἀσθμαίνω,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 451 </span>.</div><br><br>'}