Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀσήμαντρος
ἀσημείωτος
ἀσημοκλέπτης
ἄσημος
ἀσημότης
ἀσήμων
ἀσημωνία
ἄσηπτος
ἀσηρής
ἀσηρός
ἄσηρος
ἄσηστος
ἀσθένεια
ἀσθένημα
ἀσθενής
ἀσθενικός
ἀσθενοποιέω
ἀσθενοποιός
ἀσθενόρριζος
ἀσθενόφθαλμον
ἀσθενόψυχος
View word page
ἄσηρος
ἄσηρος, ον,(σῆρες)
A). without worms, Suid.


ShortDef

without worms

Debugging

Headword:
ἄσηρος
Headword (normalized):
ἄσηρος
Headword (normalized/stripped):
ασηρος
IDX:
16167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16168
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄσηρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">σῆρες</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">without worms,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}