Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀσημάνθρωπος
ἀσήμαντος
ἀσήμαντρος
ἀσημείωτος
ἀσημοκλέπτης
ἄσημος
ἀσημότης
ἀσήμων
ἀσημωνία
ἄσηπτος
ἀσηρής
ἀσηρός
ἄσηρος
ἄσηστος
ἀσθένεια
ἀσθένημα
ἀσθενής
ἀσθενικός
ἀσθενοποιέω
ἀσθενοποιός
ἀσθενόρριζος
View word page
ἀσηρής
ἀσηρής
,
ές
, = sq.,
A).
causing discomfort,
Gal.
18(2).850
.
ShortDef
causing discomfort
Debugging
Headword:
ἀσηρής
Headword (normalized):
ἀσηρής
Headword (normalized/stripped):
ασηρης
IDX:
16165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16166
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀσηρής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, = sq., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">causing discomfort,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(2).850 </span>.</div> </div><br><br>'}