Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀσεπτέω
ἄσεπτος
ἄση
ἀσηκορίς
ἀσημάνθρωπος
ἀσήμαντος
ἀσήμαντρος
ἀσημείωτος
ἀσημοκλέπτης
ἄσημος
ἀσημότης
ἀσήμων
ἀσημωνία
ἄσηπτος
ἀσηρής
ἀσηρός
ἄσηρος
ἄσηστος
ἀσθένεια
ἀσθένημα
ἀσθενής
View word page
ἀσημότης
ἀσημότης·
A). ignobilitas, Gloss.


ShortDef

ignobilitas

Debugging

Headword:
ἀσημότης
Headword (normalized):
ἀσημότης
Headword (normalized/stripped):
ασημοτης
IDX:
16161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16162
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀσημότης·</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ignobilitas,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}