Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀεικίζω
ἀεικινησία
ἀεικίνητος
ἀείκιον
ἀείκλαυτος
ἀεικορσώσασθαι
ἀεικόρσωτοι
ἀείκωμος
ἀείλαλος
ἀειλαμπής
ἀείλη
ἀείλλω
ἀειλογέω
ἀειλογία
ἄειλος
ἀείμαργος
ἀειμεριστός
ἀειμετάβλητος
ἀειμεταβόλος
ἀειμνημόνευτος
ἀειμνήμων
View word page
ἀείλη
ἀείλη·
πνοή,
Hsch.
; cf.
ἀέλλη
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀείλη
Headword (normalized):
ἀείλη
Headword (normalized/stripped):
αειλη
IDX:
1615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1616
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀείλη·</span> <span class="foreign greek">πνοή,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ἀέλλη</span>.</div><br><br>'}