Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀσέληνος
ἀσέλινος
ἀσεμνολόγητος
ἄσεμνος
ἀσεπτέω
ἄσεπτος
ἄση
ἀσηκορίς
ἀσημάνθρωπος
ἀσήμαντος
ἀσήμαντρος
ἀσημείωτος
ἀσημοκλέπτης
ἄσημος
ἀσημότης
ἀσήμων
ἀσημωνία
ἄσηπτος
ἀσηρής
ἀσηρός
ἄσηρος
View word page
ἀσήμαντρος
ἀσήμ-αντρος, ον,
A). without seal, PMasp. 151.10 (vi A. D.).


ShortDef

without seal

Debugging

Headword:
ἀσήμαντρος
Headword (normalized):
ἀσήμαντρος
Headword (normalized/stripped):
ασημαντρος
IDX:
16157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16158
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀσήμ-αντρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">without seal,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMasp.</span> 151.10 </span> (vi A. D.).</div> </div><br><br>'}