Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀσελγόκερως
ἀσελγομανέω
ἀσελγοποιός
ἀσέληνος
ἀσέλινος
ἀσεμνολόγητος
ἄσεμνος
ἀσεπτέω
ἄσεπτος
ἄση
ἀσηκορίς
ἀσημάνθρωπος
ἀσήμαντος
ἀσήμαντρος
ἀσημείωτος
ἀσημοκλέπτης
ἄσημος
ἀσημότης
ἀσήμων
ἀσημωνία
ἄσηπτος
View word page
ἀσηκορίς
ἀσηκορίς·
ἀδικία,
Hsch.
ἀσήκορος·
ἀκηδιαστής,
Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀσηκορίς
Headword (normalized):
ἀσηκορίς
Headword (normalized/stripped):
ασηκορις
IDX:
16154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16155
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀσηκορίς·</span> <span class="foreign greek">ἀδικία,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">ἀσήκορος·</span> <span class="foreign greek">ἀκηδιαστής,</span> Id.</div><br><br>'}