Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀεικία
ἀεικίζω
ἀεικινησία
ἀεικίνητος
ἀείκιον
ἀείκλαυτος
ἀεικορσώσασθαι
ἀεικόρσωτοι
ἀείκωμος
ἀείλαλος
ἀειλαμπής
ἀείλη
ἀείλλω
ἀειλογέω
ἀειλογία
ἄειλος
ἀείμαργος
ἀειμεριστός
ἀειμετάβλητος
ἀειμεταβόλος
ἀειμνημόνευτος
View word page
ἀειλαμπής
ἀει-λαμπής, ές,
A). gloss on Ὄλυμπος , ever-shining, Stob. 1.22.2 .


ShortDef

ever-shining

Debugging

Headword:
ἀειλαμπής
Headword (normalized):
ἀειλαμπής
Headword (normalized/stripped):
αειλαμπης
IDX:
1614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1615
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀει-λαμπής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">Ὄλυμπος</span> , <span class="tr" style="font-weight: bold;">ever-shining</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 1.22.2 </span>.</div> </div><br><br>'}