Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀείκαρπος
ἀεικέλιος
ἀεικής
ἀεικία
ἀεικίζω
ἀεικινησία
ἀεικίνητος
ἀείκιον
ἀείκλαυτος
ἀεικορσώσασθαι
ἀεικόρσωτοι
ἀείκωμος
ἀείλαλος
ἀειλαμπής
ἀείλη
ἀείλλω
ἀειλογέω
ἀειλογία
ἄειλος
ἀείμαργος
ἀειμεριστός
View word page
ἀεικόρσωτοι
ἀει-κόρσωτοι· ἄκαρποι. Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀεικόρσωτοι
Headword (normalized):
ἀεικόρσωτοι
Headword (normalized/stripped):
αεικορσωτοι
IDX:
1611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1612
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀει-κόρσωτοι·</span> <span class="foreign greek">ἄκαρποι.</span> Id.</div><br><br>'}