Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀειθρύλητος
ἀείκαρπος
ἀεικέλιος
ἀεικής
ἀεικία
ἀεικίζω
ἀεικινησία
ἀεικίνητος
ἀείκιον
ἀείκλαυτος
ἀεικορσώσασθαι
ἀεικόρσωτοι
ἀείκωμος
ἀείλαλος
ἀειλαμπής
ἀείλη
ἀείλλω
ἀειλογέω
ἀειλογία
ἄειλος
ἀείμαργος
View word page
ἀεικορσώσασθαι
ἀει-κορσώσασθαι·
κεῖραι κεφαλήν,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀεικορσώσασθαι
Headword (normalized):
ἀεικορσώσασθαι
Headword (normalized/stripped):
αεικορσωσασθαι
IDX:
1610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1611
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀει-κορσώσασθαι·</span> <span class="foreign greek">κεῖραι κεφαλήν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}