ἀεικία
ἀ-εικία, Ion. -ιη ( Att. αἰκία, q.v.)[ῑ, whence in codd. often written -είη],
A). outrage, injury, πᾶσαν ἀεικίην ἄπεχε χροΐ (from Hector's body) : pl., 24.19 μή τίς μοι ἀεικίας ἐνὶ οἴκῳ φαινέτω ; 20.308 ἀεικίῃ περιέπειν τινά , 1.73 115 ; ἀπαθὴς τῆς ἀ. . 3.160