Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρχιφύλαξ
ἀρχιφύλαρχος
ἀρχίφυλος
ἀρχίφωρ
ἀρχίχορος
ἄρχματα
ἀρχογλυπτάδης
ἀρχοειδής
ἀρχοινόχοος
ἀρχολαβῶν
ἀρχονηλάτης
ἀρχολίπαρος
ἀρχοντεύω
ἀρχοντιάω
ἀρχοντικός
ἀρχοντίς
ἀρχός
ἀρχοστάσια
ἀρχοστάσιος
ἀρχοστάται
ἀρχυπηρέτης
View word page
ἀρχονηλάτης
ἀρχονηλάτης,
A). v. ἀρχιονηλ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρχονηλάτης
Headword (normalized):
ἀρχονηλάτης
Headword (normalized/stripped):
αρχονηλατης
IDX:
16039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16040
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρχονηλάτης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀρχιονηλ-.</span> </div> </div><br><br>'}