Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρχιφυλακίτης
ἀρχιφύλαξ
ἀρχιφύλαρχος
ἀρχίφυλος
ἀρχίφωρ
ἀρχίχορος
ἄρχματα
ἀρχογλυπτάδης
ἀρχοειδής
ἀρχοινόχοος
ἀρχολαβῶν
ἀρχονηλάτης
ἀρχολίπαρος
ἀρχοντεύω
ἀρχοντιάω
ἀρχοντικός
ἀρχοντίς
ἀρχός
ἀρχοστάσια
ἀρχοστάσιος
ἀρχοστάται
View word page
ἀρχολαβῶν
ἀρχολαβῶν· ἢ ἐργολαβῶν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρχολαβῶν
Headword (normalized):
ἀρχολαβῶν
Headword (normalized/stripped):
αρχολαβων
IDX:
16038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16039
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρχολαβῶν·</span> <span class="foreign greek">ἢ ἐργολαβῶν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}