Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρχιστράτηγος
ἀρχισυνάγωγος
ἀρχισωματοφύλαξ
ἀρχιταβλάριος
ἀρχιτεκτονεύμα
ἀρχιτεκτονεύω
ἀρχιτεκτονέω
ἀρχιτεκτόνημα
ἀρχιτεκτονία
ἀρχιτεκτονικός
ἀρχιτεκτοσύνη
ἀρχιτέκτων
ἀρχιτελώνης
ἀρχιτρίκλινος
ἀρχιυπασπιστής
ἀρχιυπηρέτης
ἀρχιφερεκίτης
ἀρχίφιλος
ἀρχιφρουρέω
ἀρχίφρουρος
ἀρχιφυλακέω
View word page
ἀρχιτεκτοσύνη
ἀρχι-τεκτοσύνη, ,
A). conduct of office of ἀρχιτέκτων, BCH 10.500 (Pisidia).


ShortDef

conduct of office of ἀρχιτέκτων

Debugging

Headword:
ἀρχιτεκτοσύνη
Headword (normalized):
ἀρχιτεκτοσύνη
Headword (normalized/stripped):
αρχιτεκτοσυνη
IDX:
16016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16017
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρχι-τεκτοσύνη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">conduct of office of</span> <span class="foreign greek">ἀρχιτέκτων,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 10.500 </span> (Pisidia).</div> </div><br><br>'}