Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρχιρεύς
ἀρχίς
ἀρχισιτοποιός
ἀρχισκηπτοῦχος
ἀρχιστάτωρ
ἀρχιστράτηγος
ἀρχισυνάγωγος
ἀρχισωματοφύλαξ
ἀρχιταβλάριος
ἀρχιτεκτονεύμα
ἀρχιτεκτονεύω
ἀρχιτεκτονέω
ἀρχιτεκτόνημα
ἀρχιτεκτονία
ἀρχιτεκτονικός
ἀρχιτεκτοσύνη
ἀρχιτέκτων
ἀρχιτελώνης
ἀρχιτρίκλινος
ἀρχιυπασπιστής
ἀρχιυπηρέτης
View word page
ἀρχιτεκτονεύω
ἀρχιτεκτον-εύω, = sq., Id. 45 ( Pass.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρχιτεκτονεύω
Headword (normalized):
ἀρχιτεκτονεύω
Headword (normalized/stripped):
αρχιτεκτονευω
IDX:
16011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16012
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρχιτεκτον-εύω</span>, = sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1226.tlg001:45" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1226.tlg001:45/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 45 </a> ( Pass.).</div><br><br>'}