Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρχιποίμην
ἀρχιπολιάρχέω
ἀρχιπρεσβευτής
ἀρχιπρόβουλος
ἀρχιπροστατέω
ἀρχιπροστάτης
ἀρχιπρουρέω
ἀρχιπροφήτης
ἀρχιπρύτανις
ἀρχιραβδοῦχος
ἀρχιρεύς
ἀρχίς
ἀρχισιτοποιός
ἀρχισκηπτοῦχος
ἀρχιστάτωρ
ἀρχιστράτηγος
ἀρχισυνάγωγος
ἀρχισωματοφύλαξ
ἀρχιταβλάριος
ἀρχιτεκτονεύμα
ἀρχιτεκτονεύω
View word page
ἀρχιρεύς
ἀρχιρεύς,
A). v. ἀρχιερεύς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρχιρεύς
Headword (normalized):
ἀρχιρεύς
Headword (normalized/stripped):
αρχιρευς
IDX:
16001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-16002
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρχιρεύς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀρχιερεύς.</span> </div> </div><br><br>'}