Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρχιπατριώτης
ἀρχιπεδιοφύλαξ
ἀρχιπειράτης
ἀρχίπλανος
ἀρχιποίμην
ἀρχιπολιάρχέω
ἀρχιπρεσβευτής
ἀρχιπρόβουλος
ἀρχιπροστατέω
ἀρχιπροστάτης
ἀρχιπρουρέω
ἀρχιπροφήτης
ἀρχιπρύτανις
ἀρχιραβδοῦχος
ἀρχιρεύς
ἀρχίς
ἀρχισιτοποιός
ἀρχισκηπτοῦχος
ἀρχιστάτωρ
ἀρχιστράτηγος
ἀρχισυνάγωγος
View word page
ἀρχιπρουρέω
ἀρχι-προυρέω,
A). v. -φρουρέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρχιπρουρέω
Headword (normalized):
ἀρχιπρουρέω
Headword (normalized/stripped):
αρχιπρουρεω
IDX:
15997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15998
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρχι-προυρέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">-φρουρέω.</span> </div> </div><br><br>'}