Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀρχιπάρθενος
ἀρχιπαστοφόρος
ἀρχιπατριώτης
ἀρχιπεδιοφύλαξ
ἀρχιπειράτης
ἀρχίπλανος
ἀρχιποίμην
ἀρχιπολιάρχέω
ἀρχιπρεσβευτής
ἀρχιπρόβουλος
ἀρχιπροστατέω
ἀρχιπροστάτης
ἀρχιπρουρέω
ἀρχιπροφήτης
ἀρχιπρύτανις
ἀρχιραβδοῦχος
ἀρχιρεύς
ἀρχίς
ἀρχισιτοποιός
ἀρχισκηπτοῦχος
ἀρχιστάτωρ
View word page
ἀρχιπροστατέω
ἀρχι-προστᾰτέω
,
A).
hold office of chief
προστάτης συναγωγῆς,
Sammelb.
626
(Ptolem.).
ShortDef
hold office of chief
Debugging
Headword:
ἀρχιπροστατέω
Headword (normalized):
ἀρχιπροστατέω
Headword (normalized/stripped):
αρχιπροστατεω
IDX:
15995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15996
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρχι-προστᾰτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hold office of chief</span> <span class="foreign greek">προστάτης συναγωγῆς,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 626 </span> (Ptolem.).</div> </div><br><br>'}