Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀειεστώ
ἀειζωής
ἀειζωία
ἀείζωος
ἀείζωον
ἀείζωτος
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀειθανής
ἀειθερής
ἀειθέσσω
ἀείθουρος
ἀειθρύλητος
ἀείκαρπος
ἀεικέλιος
ἀεικής
ἀεικία
ἀεικίζω
ἀεικινησία
ἀεικίνητος
ἀείκιον
View word page
ἀειθέσσω
ἀειθέσσω· ἀληθεύω, Cyr.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀειθέσσω
Headword (normalized):
ἀειθέσσω
Headword (normalized/stripped):
αειθεσσω
IDX:
1598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1599
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀειθέσσω·</span> <span class="foreign greek">ἀληθεύω,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cyr.</span> </span> </div><br><br>'}