Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρχινεώκορος
ἀρχινεωποιός
ἀρχινυκτοφύλαξ
ἀρχιοινοχοεία
ἀρχιοινοχόος
ἀρχιονηλάτης
ἀρχιπαραφύλαξ
ἀρχιπάρθενος
ἀρχιπαστοφόρος
ἀρχιπατριώτης
ἀρχιπεδιοφύλαξ
ἀρχιπειράτης
ἀρχίπλανος
ἀρχιποίμην
ἀρχιπολιάρχέω
ἀρχιπρεσβευτής
ἀρχιπρόβουλος
ἀρχιπροστατέω
ἀρχιπροστάτης
ἀρχιπρουρέω
ἀρχιπροφήτης
View word page
ἀρχιπεδιοφύλαξ
ἀρχι-πεδῐοφύλαξ [ῠ],
A). chief of field-guards, Sammelb. 4525 .


ShortDef

chief of field-guards

Debugging

Headword:
ἀρχιπεδιοφύλαξ
Headword (normalized):
ἀρχιπεδιοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
αρχιπεδιοφυλαξ
IDX:
15988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15989
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρχι-πεδῐοφύλαξ</span> [<span class="foreign greek">ῠ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">chief of field-guards,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sammelb.</span> 4525 </span>.</div> </div><br><br>'}