Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀρχινακορέω
ἀρχιναυφύλαξ
ἀρχινεανίσκος
ἀρχινεώκορος
ἀρχινεωποιός
ἀρχινυκτοφύλαξ
ἀρχιοινοχοεία
ἀρχιοινοχόος
ἀρχιονηλάτης
ἀρχιπαραφύλαξ
ἀρχιπάρθενος
ἀρχιπαστοφόρος
ἀρχιπατριώτης
ἀρχιπεδιοφύλαξ
ἀρχιπειράτης
ἀρχίπλανος
ἀρχιποίμην
ἀρχιπολιάρχέω
ἀρχιπρεσβευτής
ἀρχιπρόβουλος
ἀρχιπροστατέω
View word page
ἀρχιπάρθενος
ἀρχι-πάρθενος
,
ον
,
A).
chief among virgins,
EM
702.6
.
ShortDef
chief among virgins
Debugging
Headword:
ἀρχιπάρθενος
Headword (normalized):
ἀρχιπάρθενος
Headword (normalized/stripped):
αρχιπαρθενος
IDX:
15985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15986
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρχι-πάρθενος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">chief among virgins,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 702.6 </span>.</div> </div><br><br>'}