Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀρχιμύστης
ἀρχινακορέω
ἀρχιναυφύλαξ
ἀρχινεανίσκος
ἀρχινεώκορος
ἀρχινεωποιός
ἀρχινυκτοφύλαξ
ἀρχιοινοχοεία
ἀρχιοινοχόος
ἀρχιονηλάτης
ἀρχιπαραφύλαξ
ἀρχιπάρθενος
ἀρχιπαστοφόρος
ἀρχιπατριώτης
ἀρχιπεδιοφύλαξ
ἀρχιπειράτης
ἀρχίπλανος
ἀρχιποίμην
ἀρχιπολιάρχέω
ἀρχιπρεσβευτής
ἀρχιπρόβουλος
View word page
ἀρχιπαραφύλαξ
ἀρχι-παραφύλαξ
[
ῠ],
A).
chief of
παραφύλακες
(q. v.),
OGI
476.8
.
ShortDef
chief of παραφύλακες
Debugging
Headword:
ἀρχιπαραφύλαξ
Headword (normalized):
ἀρχιπαραφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
αρχιπαραφυλαξ
IDX:
15984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15985
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρχι-παραφύλαξ</span> [<span class="foreign greek">ῠ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">chief of</span> <span class="foreign greek">παραφύλακες</span> (q. v.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">OGI</span> 476.8 </span>.</div> </div><br><br>'}