Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρχιμανδρίτης
ἀρχιμάχιμος
ἀρχιμηχανικός
ἀρχίμιμος
ἀρχιμύστης
ἀρχινακορέω
ἀρχιναυφύλαξ
ἀρχινεανίσκος
ἀρχινεώκορος
ἀρχινεωποιός
ἀρχινυκτοφύλαξ
ἀρχιοινοχοεία
ἀρχιοινοχόος
ἀρχιονηλάτης
ἀρχιπαραφύλαξ
ἀρχιπάρθενος
ἀρχιπαστοφόρος
ἀρχιπατριώτης
ἀρχιπεδιοφύλαξ
ἀρχιπειράτης
ἀρχίπλανος
View word page
ἀρχινυκτοφύλαξ
ἀρχι-νυκτοφύλαξ [ῠ],
A). chief of night-guard, Sammelb. 4636.33 (iii A. D.).


ShortDef

chief of night-guard

Debugging

Headword:
ἀρχινυκτοφύλαξ
Headword (normalized):
ἀρχινυκτοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
αρχινυκτοφυλαξ
IDX:
15980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15981
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρχι-νυκτοφύλαξ</span> [<span class="foreign greek">ῠ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">chief of night-guard,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sammelb.</span> 4636.33 </span> (iii A. D.).</div> </div><br><br>'}