Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Ἀρχιλόχειος
ἀρχιμάγειρος
ἀρχίμαγος
ἀρχιμανδρίτης
ἀρχιμάχιμος
ἀρχιμηχανικός
ἀρχίμιμος
ἀρχιμύστης
ἀρχινακορέω
ἀρχιναυφύλαξ
ἀρχινεανίσκος
ἀρχινεώκορος
ἀρχινεωποιός
ἀρχινυκτοφύλαξ
ἀρχιοινοχοεία
ἀρχιοινοχόος
ἀρχιονηλάτης
ἀρχιπαραφύλαξ
ἀρχιπάρθενος
ἀρχιπαστοφόρος
ἀρχιπατριώτης
View word page
ἀρχινεανίσκος
ἀρχι-νεᾱνίσκος
,
ὁ
,
A).
chief of
νεανίσκοι,
CIL
6.2180
.
ShortDef
chief of νεανίσκοι
Debugging
Headword:
ἀρχινεανίσκος
Headword (normalized):
ἀρχινεανίσκος
Headword (normalized/stripped):
αρχινεανισκος
IDX:
15977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15978
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρχι-νεᾱνίσκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">chief of</span> <span class="foreign greek">νεανίσκοι,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CIL</span> 6.2180 </span>.</div> </div><br><br>'}