Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρχίγαλλος
ἀρχιγένεθλος
ἀρχιγέρων
ἀρχιγεωργός
ἀρχιγραμματεύς
ἀρχιδαίμων
ἀρχιδαφνηφορέω
ἀρχιδενδροφόρος
ἀρχιδεσμοφύλαξ
ἀρχιδιάκονος
ἀρχιδικαστεία
ἀρχιδικαστής
ἀρχιδιοικητής
ἀρχίδιον
ἀρχιεπίσκοπος
ἀρχιερανιστής
ἀρχιεράομαι
ἀρχιερατεία
ἀρχιερατεύω
ἀρχιερατικός
ἀρχιέρεια
View word page
ἀρχιδικαστεία
ἀρχι-δῐκαστεία, ,
A). function of ἀρχιδικαστής, PLond. 3.1222.4 (ii A.D.).


ShortDef

function of ἀρχιδικαστής

Debugging

Headword:
ἀρχιδικαστεία
Headword (normalized):
ἀρχιδικαστεία
Headword (normalized/stripped):
αρχιδικαστεια
IDX:
15925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15926
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρχι-δῐκαστεία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">function of</span> <span class="foreign greek">ἀρχιδικαστής,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 3.1222.4 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}