Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀρχιβούκολος
ἀρχιβουλευτής
ἀρχίβουλος
ἀρχίγαλλος
ἀρχιγένεθλος
ἀρχιγέρων
ἀρχιγεωργός
ἀρχιγραμματεύς
ἀρχιδαίμων
ἀρχιδαφνηφορέω
ἀρχιδενδροφόρος
ἀρχιδεσμοφύλαξ
ἀρχιδιάκονος
ἀρχιδικαστεία
ἀρχιδικαστής
ἀρχιδιοικητής
ἀρχίδιον
ἀρχιεπίσκοπος
ἀρχιερανιστής
ἀρχιεράομαι
ἀρχιερατεία
View word page
ἀρχιδενδροφόρος
ἀρχι-δενδροφόρος
,
ὁ
,
A).
chief of
δενδροφόροι,
IGRom.
1.614
(Tomi).
ShortDef
chief of δενδροφόροι
Debugging
Headword:
ἀρχιδενδροφόρος
Headword (normalized):
ἀρχιδενδροφόρος
Headword (normalized/stripped):
αρχιδενδροφορος
IDX:
15922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15923
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρχι-δενδροφόρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">chief of</span> <span class="foreign greek">δενδροφόροι,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IGRom.</span> 1.614 </span>(Tomi).</div> </div><br><br>'}