Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀρχιβδέλλιον
ἀρχιβούκολος
ἀρχιβουλευτής
ἀρχίβουλος
ἀρχίγαλλος
ἀρχιγένεθλος
ἀρχιγέρων
ἀρχιγεωργός
ἀρχιγραμματεύς
ἀρχιδαίμων
ἀρχιδαφνηφορέω
ἀρχιδενδροφόρος
ἀρχιδεσμοφύλαξ
ἀρχιδιάκονος
ἀρχιδικαστεία
ἀρχιδικαστής
ἀρχιδιοικητής
ἀρχίδιον
ἀρχιεπίσκοπος
ἀρχιερανιστής
ἀρχιεράομαι
View word page
ἀρχιδαφνηφορέω
ἀρχι-δαφνηφορέω
, Thess.
ἀρχι-δαυχναφορέω
,
A).
to be chief
δαφνηφόρος,
IG
9(2).1234
(Phalanna).
ShortDef
to be chief
Debugging
Headword:
ἀρχιδαφνηφορέω
Headword (normalized):
ἀρχιδαφνηφορέω
Headword (normalized/stripped):
αρχιδαφνηφορεω
IDX:
15921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15922
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρχι-δαφνηφορέω</span>, Thess. <span class="orth greek">ἀρχι-δαυχναφορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be chief</span> <span class="foreign greek">δαφνηφόρος,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 9(2).1234 </span> (Phalanna).</div> </div><br><br>'}