Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρχενόμενα
ἀρχενταφιαστής
ἀρχέπλουτος
ἀρχέπολις
ἀρχεπρόβουλος
ἀρχερανίζω
ἀρχερανιστέω
ἀρχερανιστής
ἀρχέρανος
ἀρχεσίμολπος
ἀρχέσπερος
ἀρχεστατος
ἀρχέτας
ἀρχέτυπικῶς
ἀρχέτυπος
ἀρχεύω
ἀρχεφηβεύω
ἀρχέφηβος
ἀρχεφοδεία
ἀρχέφοδος
ἀρχέχορος
View word page
ἀρχέσπερος
ἀρχέσπερος, ον,
A). v. ἀκρέσπερος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρχέσπερος
Headword (normalized):
ἀρχέσπερος
Headword (normalized/stripped):
αρχεσπερος
IDX:
15882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15883
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρχέσπερος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀκρέσπερος.</span> </div> </div><br><br>'}