Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀρχαιοπρεπής
ἀρχαῖος
ἀρχαιότης
ἀρχαιοτροπία
ἀρχαιότροπος
ἀρχαιοφανής
ἀρχαιόομαι
ἀρχαιρεσία1
ἀρχαιρέσια2
ἀρχαιρεσιάζω
ἀρχαιρεσιακός
ἀρχαιρεσιάρχης
ἀρχαιρετικός
ἀρχαϊσμός
ἀρχε
ἀρχέβακχος
Ἀρχεβούλειον
ἀρχέγονος
ἀρχεδέατρος
ἀρχεδίκας
ἀρχεζῶστις
View word page
ἀρχαιρεσιακός
ἀρχαιρ-εσιακός
,
ή
,
όν
,
A).
for
ἀρχαιρεσίαι, ἐκκλησία
IGRom.
3.474
(Lycia), al.
ShortDef
for an election of magistrates
Debugging
Headword:
ἀρχαιρεσιακός
Headword (normalized):
ἀρχαιρεσιακός
Headword (normalized/stripped):
αρχαιρεσιακος
IDX:
15851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15852
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρχαιρ-εσιακός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">for</span> <span class="quote greek">ἀρχαιρεσίαι, ἐκκλησία</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IGRom.</span> 3.474 </span> (Lycia), al.</div> </div><br><br>'}