Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀρχαῖον
ἀρχαιόνομος
ἀρχαιοπινής
ἀρχαιόπλουτος
ἀρχαιοπρεπής
ἀρχαῖος
ἀρχαιότης
ἀρχαιοτροπία
ἀρχαιότροπος
ἀρχαιοφανής
ἀρχαιόομαι
ἀρχαιρεσία1
ἀρχαιρέσια2
ἀρχαιρεσιάζω
ἀρχαιρεσιακός
ἀρχαιρεσιάρχης
ἀρχαιρετικός
ἀρχαϊσμός
ἀρχε
ἀρχέβακχος
Ἀρχεβούλειον
View word page
ἀρχαιόομαι
ἀρχαιόομαι
,
A).
become ancient,
ἐξ ἀρχαιωθέντος καὶ ἀμνημονεύτου χρόνου
POxy.
1915.5
, al. (vi A.D.).
ShortDef
become ancient
Debugging
Headword:
ἀρχαιόομαι
Headword (normalized):
ἀρχαιόομαι
Headword (normalized/stripped):
αρχαιοομαι
IDX:
15847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15848
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρχαιόομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">become ancient,</span> <span class="quote greek">ἐξ ἀρχαιωθέντος καὶ ἀμνημονεύτου χρόνου</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1915.5 </span> , al. (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}