Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀρύταινα
ἀρυταινοειδής
ἀρυτήρ
ἀρυτήσιμος
ἀρυτός
ἀρυφῆνα
ἀρύω1
ἀρύω2
ἄρφα
ἀρχάγγελος
ἀρχαγέτας
ἀρχαΐζω
ἀρχαϊκός
ἀρχαιογονία
ἀρχαιόγονος
ἀρχαιογράφος
ἀρχαιοειδής
ἀρχαιολογέω
ἀρχαιολογία
ἀρχαιολογικός
ἀρχαιομελισιδωνοφρυνιχήρατος
View word page
ἀρχαγέτας
ἀρχᾱγέτας
,
ἀρχᾱγός
, Dor., etc., = Att.
ἀρχηγέτης, ἀρχηγός.
ShortDef
[Dor., first leader, founder > ἀρχηγέτης]
Debugging
Headword:
ἀρχαγέτας
Headword (normalized):
ἀρχαγέτας
Headword (normalized/stripped):
αρχαγετας
IDX:
15826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15827
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρχᾱγέτας</span>, <span class="orth greek">ἀρχᾱγός</span>, Dor., etc., = Att. <span class="foreign greek">ἀρχηγέτης, ἀρχηγός.</span> </div><br><br>'}