ἄρτ-ῡμα,
ατος,
τό,
A). condiment, seasoning, ἀρτύμασι παντοδαποῖσι Batr. 41 , cf.
Hp. Aff. 43 ,
Dsc. 3.36 , etc.;
βορᾶς ἀρτύματα S. Fr. 675 , cf.
709 ;
τὰ παλαιὰ καὶ θρυλούμενα ἀρτύματα Anaxipp. 1.5 : metaph.,
ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἄ. Plu. 2.9c .
II). = διαθήκη, δίκη , Hsch. (cf. ἄρτημα).