Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀρτοστάσιον
ἀρτοστροφέω
ἀρτότυρος
ἀρτουργός
ἀρτοφαγέω
ἀρτοφάγος
ἀρτοφοῖνιξ
ἀρτοφόριον
ἀρτοφόρος
ἀρτόχαρις
ἀρτυλία
ἄρτυμα
ἀρτυμᾶς
ἀρτυματᾶς
ἀρτυματικός
ἀρτυμάτιον
ἀρτυματοποιΐα
ἀρτυματοπώλης
ἀρτυματώδης
ἀρτύνας
ἀρτύνω
View word page
ἀρτυλία
ἀρτυλία·
διαθήκη,
Hsch.
(leg.
ἄρτυμα
).
ἀρτύλλεν·
λόγχην, ἀγκύλην,
Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀρτυλία
Headword (normalized):
ἀρτυλία
Headword (normalized/stripped):
αρτυλια
IDX:
15776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15777
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρτυλία·</span> <span class="foreign greek">διαθήκη,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">ἄρτυμα</span>). <span class="orth greek">ἀρτύλλεν·</span> <span class="foreign greek">λόγχην, ἀγκύλην,</span> Id.</div><br><br>'}