Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀρτιχανής
ἀρτιχάρακτος
ἀρτιχείλης
ἀρτίχειρ
ἀρτίχνους
ἀρτιχόρευτος
ἀρτίχριστος
ἀρτίχυτος
ἀρτιώνυμος
ἀρτίως
ἀρτιωτά
ἀρτοδότης
ἀρτοζήτης
ἀρτοθήκη
ἀρτοκάπηλος
ἀρτόκλασμα
ἀρτοκοπεῖον
ἀρτοκοπία
ἀρτοκοπικός
ἀρτοκόπισσα
ἀρτοκόπος
View word page
ἀρτιωτά
ἀρτιωτά·
βραχυτάτῳ χρόνῳ συντετελεσμένα,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀρτιωτά
Headword (normalized):
ἀρτιωτά
Headword (normalized/stripped):
αρτιωτα
IDX:
15730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15731
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρτιωτά·</span> <span class="foreign greek">βραχυτάτῳ χρόνῳ συντετελεσμένα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}