Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρτίφατος
ἀρτίφονος
ἄρτιφος
ἀρτίφρων
ἀρτιφυής
ἀρτίφυτος
ἀρτιφωνία
ἀρτίφωνος
ἀρτιχανής
ἀρτιχάρακτος
ἀρτιχείλης
ἀρτίχειρ
ἀρτίχνους
ἀρτιχόρευτος
ἀρτίχριστος
ἀρτίχυτος
ἀρτιώνυμος
ἀρτίως
ἀρτιωτά
ἀρτοδότης
ἀρτοζήτης
View word page
ἀρτιχείλης
ἀρτι-χείλης· ὑπερέχων τοῖς χείλεσιν, ὑπόμακρος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρτιχείλης
Headword (normalized):
ἀρτιχείλης
Headword (normalized/stripped):
αρτιχειλης
IDX:
15722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15723
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρτι-χείλης·</span> <span class="foreign greek">ὑπερέχων τοῖς χείλεσιν, ὑπόμακρος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}