Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρτιστομέω
ἀρτιστομία
ἀρτίστομος
ἀρτιστράτευτος
ἀρτισύλληπτος
ἀρτιτέλεστος
ἀρτιτελής
ἀρτιτοκέω
ἀρτίτοκος
ἀρτίτομος
ἀρτιτόνον
ἀρτιτρεφής
ἀρτίτροπος
ἀρτιφαής
ἀρτιφανής
ἀρτίφατος
ἀρτίφονος
ἄρτιφος
ἀρτίφρων
ἀρτιφυής
ἀρτίφυτος
View word page
ἀρτιτόνον
ἀρτι-τόνον· εὔτονον, εὐάρμοστον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρτιτόνον
Headword (normalized):
ἀρτιτόνον
Headword (normalized/stripped):
αρτιτονον
IDX:
15707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15708
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρτι-τόνον·</span> <span class="foreign greek">εὔτονον, εὐάρμοστον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}