Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀρτιοπέρισσος
ἀρτιόπλευρος
ἀρτιοπληθής
ἄρτιος
ἀρτιοταγής
ἀρτιότης
ἀρτιπαγής
ἀρτίπαις
ἀρτιπλακέες
ἀρτίπλουτος
ἀρτίπνουν
ἀρτιπόλεμος
ἀρτίπους
ἄρτισις
ἀρτίσκαπτος
ἀρτίσκιον
ἀρτίσκος
ἀρτιστῆρες
ἀρτιστομέω
ἀρτιστομία
ἀρτίστομος
View word page
ἀρτίπνουν
ἀρτῐ/-πνουν·
ὀρθόπνουν,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀρτίπνουν
Headword (normalized):
ἀρτίπνουν
Headword (normalized/stripped):
αρτιπνουν
IDX:
15689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15690
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρτῐ/-πνουν·</span> <span class="foreign greek">ὀρθόπνουν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}