Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ἀρτίμπασα
ἀρτινεστέραν
ἀρτίνοος
ἀρτιογενής
ἀρτιογώνιος
ἀρτιοδύναμος
ἀρτιολογέω
ἀρτιοπαγής
ἀρτιοπέρισσος
ἀρτιόπλευρος
ἀρτιοπληθής
ἄρτιος
ἀρτιοταγής
ἀρτιότης
ἀρτιπαγής
ἀρτίπαις
ἀρτιπλακέες
ἀρτίπλουτος
ἀρτίπνουν
ἀρτιπόλεμος
ἀρτίπους
View word page
ἀρτιοπληθής
ἀρτῐο-πληθής,
A). v. ἀρτιογενής.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρτιοπληθής
Headword (normalized):
ἀρτιοπληθής
Headword (normalized/stripped):
αρτιοπληθης
IDX:
15681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15682
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρτῐο-πληθής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀρτιογενής.</span> </div> </div><br><br>'}