Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀέθλιος
ἀεθλοθέτης
ἄεθλον
ἀεθλονικία
ἀεθλοσύνη
ἀεθλοφορέω
ἀεθλοφόρος
ἀεί
ἀειβλαστής
ἀειβλάστησις
ἀειβλύων
ἀείβολος
ἀειβρυής
ἀειγενεσία
ἀειγενέτης
ἀειγενής
ἀειγένητος
ἀειγεννητής
ἀειγλεῦκος
ἀείγνητος
ἀειδάκρυτος
View word page
ἀειβλύων
ἀει-βλύων·
ἐπιρρέων,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀειβλύων
Headword (normalized):
ἀειβλύων
Headword (normalized/stripped):
αειβλυων
IDX:
1567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1568
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀει-βλύων·</span> <span class="foreign greek">ἐπιρρέων,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}