Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρτιμελής
ἀρτιμήτας
Ἄρτιμις
Ἀρτίμπασα
ἀρτινεστέραν
ἀρτίνοος
ἀρτιογενής
ἀρτιογώνιος
ἀρτιοδύναμος
ἀρτιολογέω
ἀρτιοπαγής
ἀρτιοπέρισσος
ἀρτιόπλευρος
ἀρτιοπληθής
ἄρτιος
ἀρτιοταγής
ἀρτιότης
ἀρτιπαγής
ἀρτίπαις
ἀρτιπλακέες
ἀρτίπλουτος
View word page
ἀρτιοπαγής
ἀρτῐο-πᾰγής, ές,
A). v. -ταγής.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρτιοπαγής
Headword (normalized):
ἀρτιοπαγής
Headword (normalized/stripped):
αρτιοπαγης
IDX:
15678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15679
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρτῐο-πᾰγής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">-ταγής.</span> </div> </div><br><br>'}