Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρτιλιθία
ἀρτιλογία
ἀρτιλόγως
ἀρτιλόχευτος
ἀρτιμαζές
ἀρτιμαθής
ἀρτιμελής
ἀρτιμήτας
Ἄρτιμις
Ἀρτίμπασα
ἀρτινεστέραν
ἀρτίνοος
ἀρτιογενής
ἀρτιογώνιος
ἀρτιοδύναμος
ἀρτιολογέω
ἀρτιοπαγής
ἀρτιοπέρισσος
ἀρτιόπλευρος
ἀρτιοπληθής
ἄρτιος
View word page
ἀρτινεστέραν
ἀρτινεστέραν· ὑγιεστέραν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρτινεστέραν
Headword (normalized):
ἀρτινεστέραν
Headword (normalized/stripped):
αρτινεστεραν
IDX:
15672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15673
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρτινεστέραν·</span> <span class="foreign greek">ὑγιεστέραν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}