Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρτικόμιστος
ἀρτικροτέω
ἀρτίληπτος
ἀρτιλιθία
ἀρτιλογία
ἀρτιλόγως
ἀρτιλόχευτος
ἀρτιμαζές
ἀρτιμαθής
ἀρτιμελής
ἀρτιμήτας
Ἄρτιμις
Ἀρτίμπασα
ἀρτινεστέραν
ἀρτίνοος
ἀρτιογενής
ἀρτιογώνιος
ἀρτιοδύναμος
ἀρτιολογέω
ἀρτιοπαγής
ἀρτιοπέρισσος
View word page
ἀρτιμήτας
ἀρτι-μήτας· νέους, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρτιμήτας
Headword (normalized):
ἀρτιμήτας
Headword (normalized/stripped):
αρτιμητας
IDX:
15669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15670
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρτι-μήτας·</span> <span class="foreign greek">νέους,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}