Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀέθλιον
ἀέθλιος
ἀεθλοθέτης
ἄεθλον
ἀεθλονικία
ἀεθλοσύνη
ἀεθλοφορέω
ἀεθλοφόρος
ἀεί
ἀειβλαστής
ἀειβλάστησις
ἀειβλύων
ἀείβολος
ἀειβρυής
ἀειγενεσία
ἀειγενέτης
ἀειγενής
ἀειγένητος
ἀειγεννητής
ἀειγλεῦκος
ἀείγνητος
View word page
ἀειβλάστησις
ἀει-βλάστησις, εως, ,
A). perpetual budding, ibid.


ShortDef

perpetual budding

Debugging

Headword:
ἀειβλάστησις
Headword (normalized):
ἀειβλάστησις
Headword (normalized/stripped):
αειβλαστησις
IDX:
1566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1567
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀει-βλάστησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">perpetual budding</span>, ibid.</div> </div><br><br>'}