Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρτίθηρος
ἀρτίκαυστος
ἀρτίκολλος
ἀρτικόμιστος
ἀρτικροτέω
ἀρτίληπτος
ἀρτιλιθία
ἀρτιλογία
ἀρτιλόγως
ἀρτιλόχευτος
ἀρτιμαζές
ἀρτιμαθής
ἀρτιμελής
ἀρτιμήτας
Ἄρτιμις
Ἀρτίμπασα
ἀρτινεστέραν
ἀρτίνοος
ἀρτιογενής
ἀρτιογώνιος
ἀρτιοδύναμος
View word page
ἀρτιμαζές
ἀρτι-μαζές· νέον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρτιμαζές
Headword (normalized):
ἀρτιμαζές
Headword (normalized/stripped):
αρτιμαζες
IDX:
15666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15667
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρτι-μαζές·</span> <span class="foreign greek">νέον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}